μελισσαίος

μελισσαίος
Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και ως Μελισσεύς. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Κρήτης και πατέρας της Αμάλθειας και της Μέλισσας. Οι κόρες του ανέθρεψαν με γάλα και μέλι το νεογέννητο παιδί του Κρόνου και της Ρέας, τον Δία, γι’ αυτό και ο θεός λατρευόταν στην Κρήτη ως Μ. Ζευς. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, θεωρείται πατέρας των νυμφών Αδράστεια και Ίδη (όπως αναφέρονται από τον Απολλόδωρο και τον Ζηνόβιο) ή της Ιδοθέας και της Αδράστειας. Ο Μ. υπήρξε ο πρώτος που θυσίασε στους θεούς και καθιέρωσε τη θεολατρεία στην Κρήτη, καθώς και ο πρώτος που έθεσε τις κόρες του στην υπηρεσία του Δία ως ιέρειες.
* * *
μελισσαῑος, -α, -ον (Α) [μέλισσα]
1. αυτός που αποτελείται από μέλισσες ή που αφορά στις μέλισσες («μελισσαῑος οὐλαμός», Νίκ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελισσαῑον
μελισσοκομείο, μελισσοτροφείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελισσαία — μελισσαίᾱ , μελισσαῖος of bees fem nom/voc/acc dual μελισσαίᾱ , μελισσαῖος of bees fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Melissaevs — MELISSAEVS, i, Gr. Μελισσᾶιος, ου, soll ein Beynamen des Jupiters seyn, den er von seiner Amme Melissa geführet. Gyr. Synt. II. p. 95 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • ουλαμός — ο (Α οὐλαμός και ὀλαμός) νεοελλ. 1. μικρό τμήμα στρατού, οργανικό ή μή 2. τμήμα ίλης ιππικού από δύο ομάδες μάχης ή τμήμα πυροβολαρχίας ή πολυβολαρχίας το οποίο αποτελείται από δύο στοιχεία και διοικείται από κατώτερο αξιωματικό, υπολοχαγό ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”